- κατασπορά
- κατασπορά, ἡ (Α) [κατασπείρω]το να ρίχνει κάποιος τον σπόρο στη γη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασπορά — κατασπορά̱ , κατασπορά sowing fem nom/voc/acc dual κατασπορά̱ , κατασπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασποράν — κατασπορά̱ν , κατασπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασποράς — κατασπορά̱ς , κατασπορά sowing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπορᾶς — κατασπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) κατασπορεύς sower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)